- ακρωτηριάζω
- (Α ἀκρωτηριάζω)1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνωνεοελλ.με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματοςαρχ.1. (και το μέσ.) αποκόπτω το έμβολο από την πλώρη πλοίου2. αποτελώ ακρωτήριο, προεξέχω ως ακρωτήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρωτήριο.ΠΑΡ. ἀκρωτηριασμόςαρχ.ἀκρωτηρίασιςμσν.ἀκρωτηρίασμανεοελλ.ακρωτηριαστήρας, ακρωτηριαστής].
Dictionary of Greek. 2013.