ακρωτηριάζω

ακρωτηριάζω
(Α ἀκρωτηριάζω)
1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες
2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι
3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω
νεοελλ.
με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. (και το μέσ.) αποκόπτω το έμβολο από την πλώρη πλοίου
2. αποτελώ ακρωτήριο, προεξέχω ως ακρωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρωτήριο.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριασμός
αρχ.
ἀκρωτηρίασις
μσν.
ἀκρωτηρίασμα
νεοελλ.
ακρωτηριαστήρας, ακρωτηριαστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρωτηριάζω — cut off pres subj act 1st sg ἀκρωτηριάζω cut off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωτηριάζω — ακρωτηριάζω, ακρωτηρίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακρωτηριάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κόβω από κάτι τα άκρα: Βρέθηκαν αγάλματα ακρωτηριασμένα. 2. περικόβω, κολοβώνω: Η Γερμανία βγήκε ακρωτηριασμένη από το β παγκόσμιο πόλεμο. 3. (ιατρ.), κόβω ένα μέλος του σώματος που δεν μπορεί να θεραπευτεί: Του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρωτηριάσει — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg (epic) ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριάσῃ — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριῶν — ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc voc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠκρωτηριασμένα — ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριαζομένων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp fem gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριαζόντων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part act masc/neut gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωτηριασθέντα — ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”